- Κηφισίδι
- Κηφισίςfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
HYLE — I. HYLE urbecula Boeotiae, non longe a Thebis, de qua Strabo l. 9. p. 408. et Plin. l. 4. c. 7. Etiam Homer. eius meminit Il. s. Ο῝ς ῥ´ εν Υ῞λη ναίεςκε μέγα πλούτοιο μεμηλὼς, Λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι, πὰρ δὲ οἱ ἄλλοι Ναῖον Βοιωτοί. Ubi Schol.… … Hofmann J. Lexicon universale
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek